- καρτερεύω
- (Μ καρτερεύω)αναμένωνεοελλ.υπομένω, αντέχω («δεν καρτερεύει η πείνα»)μσν.1. παραμονεύω2. καθυστερώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. τού καρτερῶ κατά τα ρ. σε -εύω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρτερεύω — καρτέρεψα, υπομένω: Την πείνα την καρτερεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακαρτέρευτος — η, ο [καρτερεύω] ξαφνικός, αναπάντεχος (βλ. ακαρτέρητος) … Dictionary of Greek